θάμασμα

θάμασμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θάμασμα" в других словарях:

  • θάμασμα — το [θαμάζω] 1. το αντικείμενο τού θαυμασμού, ό,τι θαυμάζει κανείς 2. ο θαυμασμός …   Dictionary of Greek

  • θαύμασμα — και θάμασμα, το (Μ θαύμασμα[ν] και θάμασμα) [θαυμάζω] 1. θαυμασμός 2. αντικείμενο θαυμασμού ή έκπληξης, θαύμα ή φοβερό φαινόμενο μσν. πληθ. τά θαυμάσματα οι θαυμαστές πράξεις, τα κατορθώματα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»